κλεισμός

κλεισμός
ο (Α κλεισμός) [κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδί («κλεισμός οίνου», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία …   Dictionary of Greek

  • κλεισμόν — κλεισμός storing under lock and key masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”